Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
support supports

support (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η υποστήριξη, η στήριξη, η έγκριση που δίνω σε κάποιον ή κάτι επειδή θέλω να είναι επιτυχημένος
    I have her support.
    Έχω την υποστήριξή της.
    The government has the support of the people.
    Η κυβέρνηση έχει τη στήριξη του λαού.
  2. (μη μετρήσιμο) το στήριγμα, χρήματα ή αγαθά που δίνω σε κάποιον ή κάτι για να τον βοηθήσω
    He is the chief source of support for his family.
    Είναι το κυριότερο στήριγμα της οικογένειάς του.
  3. (μη μετρήσιμο) η υποστήριξη, η συμπάθεια και η βοήθεια που δίνω σε κάποιον που βρίσκεται σε δύσκολη κατάσταση
    The government promised full support to the earthquake victims.
    Η κυβέρνηση υποσχέθηκε αμέριστη υποστήριξη προς τους σεισμοπλήκτους.
  4. η στήριξη, πράγμα που στηρίζει κάτι και το εμποδίζει να πέσει
    The bridge needs another support.
    Η γέφυρα θέλει κι άλλη στήριξη.

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας support
γ΄ ενικό ενεστώτα supports
αόριστος supported
παθητική μετοχή supported
ενεργητική μετοχή supporting

support (en)

  1. υποστηρίζω
     συνώνυμα:  advocate, back, champion, defend, stand up for και stick up for
  2. στηρίζω

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
support supports

support (fr) αρσενικό

  1. βάση, υποστήριγμα
  2. βάση, μέσο εγγραφής

Συγγενικά επεξεργασία