Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας succeed
γ΄ ενικό ενεστώτα succeeds
αόριστος succeeded
παθητική μετοχή succeeded
ενεργητική μετοχή succeeding

  Ρήμα επεξεργασία

succeed (en)

  1. επιτυγχάνω
  2. διαδέχομαι
    Who succeeded her as Prime Minister?
    Ποιος την διαδέχτηκε στην πρωθυπουργία;
     συνώνυμα: come after