subordination
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
subordination (en)
- η ενέργεια με την οποία θέτω σε κατώτερη ιεραρχικά τάξη
- το να είναι κανείς κατώτερος ιεραρχικά
- η υποταγή, υπακοή στους ανωτέρους
- (γραμματική) η καθ' υπόταξη σύνδεση προτάσεων
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
subordination | subordinations |
Ουσιαστικό επεξεργασία
subordination (fr) θηλυκό
- η υπόταξη