stile
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
stile | stiles |
Ουσιαστικό επεξεργασία
stile (en)
- (κτηνοτροφία) σκάλα σε φράχτη που εμποδίζει το πέρασμα συγκεκριμένων ζώων (πχ κτηνοτροφίας), αλλά επιτρέπει την διέλευση ανθρώπων
- ξυλόσκαλα διέλευσης ατόμων και εγκλεισμού ζώων κτηνοτροφίας
Δείτε επίσης επεξεργασία
- stile στην αγγλική Βικιπαίδεια