static site
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
static site | static sites |
static site (en)
- (διαδίκτυο) στατικός ιστότοπος, που αποτελείται από στατικές ιστοσελίδες (static web pages)
ενικός | πληθυντικός |
static site | static sites |
static site (en)