static
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
static (en)
- στατικός
- (προγραμματισμός) ο στατικός
- ≠ αντώνυμα: nonstatic, dynamic
- δείτε επίσης: Static variable στην αγγλική Βικιπαίδεια
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) ο στατικός, συνήθως για μεταβλητή ή μέθοδο κλάσης
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- static IP address
- static member function ή static method
- static member variable
- static typing
- static variable
Δείτε επίσης επεξεργασία
- static στην αγγλική Βικιπαίδεια