splitter
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
splitter | splitters |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
splitter (en)
- (γενικότερα) αυτός ή αυτό που διαχωρίζει· διαχωριστής
- (προφορικό) επιστήμονας ο οποίος έχει την τάση διαχωρίζει τα αντικείμενα της έρευνάς του σε περισσότερες και μικρότερες κατηγορίες
- (τεχνολογία) διαχωριστής - διανεμητής, αντάπτορας ο οποίος διανέμει παράλληλα το ίδιο ακριβώς σήμα σε πολλές εξόδους