split
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
split | splits |
split (en)
Εκφράσεις επεξεργασία
- reverse split (οικονομία)
- stock split (οικονομία)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | split |
γ΄ ενικό ενεστώτα | splits |
αόριστος | splitted |
παθητική μετοχή | splitted |
ενεργητική μετοχή | splitting |
split (en)