spectroscopique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- spectroscopique < spectroscopie
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
spectroscopique | spectroscopiques |
spectroscopique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
spectroscopique | spectroscopiques |
spectroscopique (fr) αρσενικό ή θηλυκό