sono
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- sono < οικεία βραχυγραφία του sonorisation
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sono | sonos |
sono (fr) θηλυκό
- (οικείο) σύνολο των συσκευών που επιτρέπουν την ενίσχυση και τη μετάδοση μιας μουσικής, μιας συζήτησης, κ.λπ. σε έναν δημόσιο χώρο
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
sono (eo)
- ο ήχος
Σύνθετα επεξεργασία
Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
sono (it)
- ο ύπνος