solve
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | solve |
γ΄ ενικό ενεστώτα | solves |
αόριστος | solved |
παθητική μετοχή | solved |
ενεργητική μετοχή | solving |
Ρήμα επεξεργασία
solve (en)
- λύνω, βρίσκω έναν τρόπο να αντιμετωπίσω ένα πρόβλημα ή μια δύσκολη κατάσταση
- λύνω, βρίσκω τη σωστή απάντηση ή εξήγηση για κάτι
- ↪ I solved a crossword.
- Έλυσα ένα σταυρόλεξο.
- ≈ συνώνυμα: figure out
- ↪ I solved a crossword.