Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

solum < πρωτο-ινδοευρωπαϊκή *swol-

  Ουσιαστικό επεξεργασία

solum (la) ουδέτερο

  1. πάτος
  2. έδαφος
  3. πάτωμα
  4. πέλμα

  Ετυμολογία επεξεργασία

solum, ουδέτερο του solus

  Επίθετο επεξεργασία

solum (la)

→ δείτε τη λέξη  solus

  Ετυμολογία επεξεργασία

sōlum < solus

  Επίρρημα επεξεργασία

sōlum
  1. μόνο

Εκφράσεις επεξεργασία

  • non solum... sed etiam... - όχι μόνο... αλλά και...