solidareco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | solidareco | solidarecoj |
αιτιατική | solidarecon | solidarecojn |
solidareco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | solidareco | solidarecoj |
αιτιατική | solidarecon | solidarecojn |
solidareco (eo)