slave
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
slave (en)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
slave | slaves |
slave (en)
Παράγωγα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- slave - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
- slave - Cambridge Dictionary online
- slave - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- slave - Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- slave < (κληρονομημένο) μέση γαλλική < μεσαιωνική λατινική sclavus > υστερολατινική Sclavus[1] < μεσαιωνική ελληνική Σκλάβος.
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
slave | slaves |
slave (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σλαβικός
- ↪ Elle a le charme slave des Slovaques.
- Έχει τη σλαβική γοητεία των Σλοβάκων.
- ↪ Elle a le charme slave des Slovaques.
Παράγωγα επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
slave (fr) αρσενικό
- (γλώσσα) που ανήκει στις σλαβικές γλώσσες, που μιλιούνται από σλαβικούς λαούς, τα σλαβικά
- ↪ Le russe est du slave. - Τα ρωσικά είναι σλαβικά.
- ↪ le vieux slave - η αρχαία σλαβική
- ≈ συνώνυμα: langue slave
Υπώνυμα επεξεργασία
Les langues slaves
οικογένεια δυτικών γλωσσών |
οικογένεια νοτίων γλωσσών |
οικογένεια ανατολικών γλωσσών |
Αναγραμματισμοί επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- slave στη γαλλική Βικιπαίδεια
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ sclavus, Sclavus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Πηγές επεξεργασία
- slave - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- slave - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online