singer
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
singer | singers |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
singer (en)
- (επάγγελμα) ο τραγουδιστής, η τραγουδίστρια
- ↪ My sister is an opera singer.
- Η αδελφή μου είναι τραγουδίστρια της όπερας.
- ↪ My sister is an opera singer.
Πηγές επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
singer (fr)