Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία en επεξεργασία

simultaneously < μεσαιωνικά λατινικά: simultaneus < simultim ‎(“την ίδια στιγμή, διευρυμένο”) < λατινικά simul ‎(“μαζί, την ίδια στιγμή”)· σύγκρινε τη λέξη: similar

  Προφορά επεξεργασία

/sɪm.əlˈteɪ̯n.i.əs/, /ˌsaɪ̯m.əlˈteɪ̯n.i.əs/

  Επίρρημα επεξεργασία

simultaneously (en)

Συνώνυμα επεξεργασία