shut
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | shut |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shuts |
αόριστος | shut |
παθητική μετοχή | shut |
ενεργητική μετοχή | shutting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα επεξεργασία
shut (en)
Επίθετο επεξεργασία
shut (en)
ενεστώτας | shut |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shuts |
αόριστος | shut |
παθητική μετοχή | shut |
ενεργητική μετοχή | shutting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
shut (en)
shut (en)