shudder
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- shudder < (άμεσο δάνειο) μέση ολλανδική schudderen και/ή μέση κάτω γερμανική schodderen < πρωτογερμανική *skudjaną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *skewdʰ- [1]
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
shudder | shudders |
shudder (en)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | shudder |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shudders |
αόριστος | shuddered |
παθητική μετοχή | shuddered |
ενεργητική μετοχή | shuddering |
shudder (en)