shortcut
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
shortcut | shortcuts |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
shortcut (en)
- η συντόμευση, ένας ταχύτερος ή συντομότερος δρόμος για να φτάσω σε ένα μέρος
- ↪ He took a shortcut and arrived first.
- Έκοψε δρόμο κι έφτασα πρώτος.
- ↪ He took a shortcut and arrived first.
- (πληροφορική) συντόμευση, σύνδεσμος συντόμευσης
- (πληροφορική) συντομογραφία του: συντόμευση πληκτρολογίου (keyboard shortcut)[1]
Υπώνυμα επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- shortcut - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 454-456. ISBN 9780194325684., λήμμα: κόβω