shallow
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
shallow (en)
- (κυριολεκτικά και μεταφορικά) ρηχός
- αβαθής
- ανάβαθος, ανάβαθα
- επιπόλαιος
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- (πληροφορική) shallow copy