Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
sexonomie sexonomies

  Ουσιαστικό επεξεργασία

sexonomie (fr) θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη sexe