servuto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- servuto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | servuto | servutoj |
αιτιατική | servuton | servutojn |
servuto (eo)
- η δουλεία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | servuto | servutoj |
αιτιατική | servuton | servutojn |
servuto (eo)