serment
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
serment | serments |
serment (fr) αρσενικό
- ο όρκος
- prêter serment - ορκίζομαι
- η θερμή υπόσχεση
- faire le serment de - υπόσχομαι να κάνω κάτι, λαμβάνω την ηθική υποχρέωση να κάνω κάτι