separate
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
separate (en) (χωρίς παραθετικά)
- χωριστός, ανεξάρτητος
- ↪ The car can be disassembled into many separate pieces.
- Το αυτοκίνητο μπορεί να αποσυναρμολογηθεί σε πολλά ανεξάρτητα μέρη.
- ↪ The car can be disassembled into many separate pieces.
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | separate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | separates |
αόριστος | separated |
παθητική μετοχή | separated |
ενεργητική μετοχή | separating |
separate (en)
- (μεταβατικό) ξεχωρίζω, χωρίζω κατά κατηγορίες ομάδες αντικειμένων ή ανθρώπων
- (αμετάβατο) χωρίζω, διακόπτω μια σχέση ως ζευγάρι με τον άντρα, τη γυναίκα ή τον σύντροφό μου
- (μαγειρική) κόβω (για σάλτσες, με την έννοια του ανεπιθύμητου αποτελέσματος)
- χωρίζω
- διαχωρίζω
Εκφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- separate (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- separate (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 613. ISBN 9780194325684., λήμμα: ξεχωρίζω