sentiment
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sentiment | sentiments |
Ουσιαστικό επεξεργασία
sentiment (en)
- το αίσθημα, η γνώμη του κοινωνικού συνόλου για κάτι
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sentiment | sentiments |
sentiment (fr) αρσενικό
- το αίσθημα