Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

senile < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική senile < λατινική senīlis (σχετικός με τους ηλικιωμένους) < senex (ηλικιωμένος) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sénos (παλιός, γέρος). Συγγενική με την αρχαία ελληνική ἕνος, την σανσκριτική सन (sana), την παλαιά αρμενική հին (hin), την λιθουανική sẽnas και την γοτθική 𐍃𐌹𐌽𐌴𐌹𐌲𐍃 (sineigs)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsiːnaɪl/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /ˈsinaɪl/ (ΗΠΑ)

  Επίθετο επεξεργασία

senile (en)

  1. γεροντικός
    there were a lot of senile grey-haired people walking in the park - υπήρχαν πολλοί γεροντικοί γκριζομάλληδες άνθρωποι που περπατούσαν στο πάρκο
  2. που έχει άνοια, ξεμωραμένος

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. senile - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)