Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
sculpture sculptures

sculpture (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το γλυπτό, το έργο γλυπτικής
    the sculptures of the Parthenon - τα γλυπτά του Παρθενώνα
  2. (μη μετρήσιμο) η γλυπτική, η τέχνη της δημιουργίας τρισδιάστατων μορφών ή παραστάσεων πάνω σε σκληρό υλικό
    ancient/abstract/monumental/modern sculpture - αρχαία/αφαιρετική/μνημειακή/μοντέρνα γλυπτική

  Ρήμα επεξεργασία

sculpture (en)

  • γλύφω, αναπαριστώ μια μορφή σε τρεις διαστάσεις, ετοιμάζω ένα γλυπτό

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
sculpture sculptures

  Ουσιαστικό επεξεργασία

sculpture (fr)

  1. το γλυπτό
  2. η γλυπτική