Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

scio < sci + -o

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική scio scioj
αιτιατική scion sciojn

scio (eo)

laŭ nia scio, απ' ό,τι ξέρουμε
ekzameno pri scio de Esperanto, εξετάσεις γνώσης της εσπεράντο