schedule
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
schedule < παλαιά γαλλική cedule < υστερολατινική schedula < λατινική scheda < αρχαία ελληνική σχέδη
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
schedule | schedules |
schedule (en)
Συνώνυμα επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | schedule |
γ΄ ενικό ενεστώτα | schedules |
αόριστος | scheduled |
παθητική μετοχή | scheduled |
ενεργητική μετοχή | scheduling |
schedule (en)
- προγραμματίζω κάτι για μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή