satisfactoire
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
satisfactoire | satisfactoires |
Επίθετο επεξεργασία
satisfactoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (θρησκεία) (για αμαρτήματα) επανορθωτικός, αντισταθμιστικός
ενικός | πληθυντικός |
satisfactoire | satisfactoires |
satisfactoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό