sack
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sack | sacks |
sack (en)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | sack |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sacks |
αόριστος | sacked |
παθητική μετοχή | sacked |
ενεργητική μετοχή | sacking |
sack (en)
- βάζω κάτι σε σάκους
- λεηλατώ
- (μεταβατικό) απολύω, πετάω κάποιον από τη δουλειά του