s'auto-formater
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
- (παραδοσιακή ορθογραφία) (πληροφορική) μορφοποιούμαι αυτόματα (για δεδομένα, κείμενο, σκληρό δίσκο, κ.α.)
Άλλες γραφές επεξεργασία
- (ορθογραφία του 1990) s'autoformater