Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
rummage
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Προφορά
1.2
Ουσιαστικό
1.3
Ρήμα
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ˈɹʌm.ɪdʒ
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
rummage
(en)
ψάξιμο
,
ψαχούλεμα
Ρήμα
επεξεργασία
rummage
(en)
ψαχουλεύω
,
ερευνώ
,
ψάχνω
He
rummaged
in his
pocket
for the
receipt
//
Έψαξε
στην τσέπη του για την απόδειξη