Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
ruin ruins

ruin (en)

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας ruin
γ΄ ενικό ενεστώτα ruins
αόριστος ruined
παθητική μετοχή ruined
ενεργητική μετοχή ruining

ruin (en)

  1. χαλάω, καταστρέφω, προκαλώ ζημιά σε κάτι τόσο πολύ που χάνει όλη του την αξία, την ευχαρίστηση κτλ.
    This incident ruined my mood.
    Αυτό το περιστατικό μου χάλασε τη διάθεση.
    What can ruin a romantic dinner?
    Τι μπορεί να καταστρέψει ένα ρομαντικό δείπνο;
  2. καταστρέφω, κάνω κάποιον ή κάτι να χάσει όλα του τα χρήματα, τη θέση του κτλ.
    He got mixed up in politics and was ruined.
    Μπερδεύτηκε με τα πολιτικά και καταστράφηκε.

  Πηγές επεξεργασία