rotation
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
rotation | rotations |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
rotation (en)
- η περιστροφή
- ↪ the rotation of the earth on its axis - η περιστροφή της γης τον άξονά της
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη revolution
- η περιτροπή
Πηγές επεξεργασία
- rotation - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 690. ISBN 9780194325684., λήμμα: περιστροφή
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʁɔ.ta.sjɔ̃/
Ουσιαστικό επεξεργασία
rotation (fr) θηλυκό