rok
Ολλανδικά (nl) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
rok (nl)
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rok | lata |
γενική | roku | lat |
δοτική | rokowi | latom |
αιτιατική | rok | lata |
οργανική | rokiem | latami |
τοπική | roku | latach |
κλητική | roku | lata |
Ετυμολογία επεξεργασία
rok < πρωτοσλαβική rokъ
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
rok (pl) αρσενικό
- ο χρόνος, το έτος
- ↪ ile ma pan lat? - πόσων χρονών είστε;
- ↪ urodziłem się w pięćdziesiątym dziewiątym roku - γεννήθηκα το (έτος) πενήντα εννέα
Εκφράσεις επεξεργασία
- rok przestępny: δίσεκτο έτος
- sto lat: (εκατό χρόνια) ευχή και αντίστοιχο τραγούδι γενεθλίων
Συγγενικά επεξεργασία
Σλοβακικά (sk) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
rok < πρωτοσλαβική rokъ
Ουσιαστικό επεξεργασία
rok (sk) αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Τσεχικά (cs) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
rok < πρωτοσλαβική rokъ
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
rok (cs) αρσενικό