Αγγλικά (en) επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
robot robots

  Ουσιαστικό επεξεργασία

robot (en)



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

robot < τσεχική, robota, καταναγκαστικό έργο

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
robot robots

robot (fr) αρσενικό

  • ρομπότ, ανθρωποειδής μηχανή που μπορεί να κινείται και να εργάζεται
 συνώνυμα: androïde, humanoïde
  • άτομο που δρα αυτόματα, χωρίς να σκέφτεται
  • ρομπότ, μηχανισμός που κινείται μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή, ικανός να λάβει υπόψη του το περιβάλλον ώστε να εφαρμόσει την κίνησή του πάνω σ' αυτό
 συνώνυμα: automate

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία



Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

robot < τσεχική robot

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

robot (pl) αρσενικό

  1. το ρομπότ

Συγγενικά επεξεργασία



Τσεχικά (cs) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

robot < νεολογισμός που δημιουργήθηκε από τον Κάρελ Τσάπεκ το 1920 στο έργο του R.U.R. από το robota (δουλειά, εργασία)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

robot (cs) αρσενικό