revoke
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | revoke |
γ΄ ενικό ενεστώτα | revokes |
αόριστος | revoked |
παθητική μετοχή | revoked |
ενεργητική μετοχή | revoking |
Ρήμα επεξεργασία
revoke (en)
ενεστώτας | revoke |
γ΄ ενικό ενεστώτα | revokes |
αόριστος | revoked |
παθητική μετοχή | revoked |
ενεργητική μετοχή | revoking |
revoke (en)