Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
revert reverts

revert (en)

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας revert
γ΄ ενικό ενεστώτα reverts
αόριστος reverted
παθητική μετοχή reverted
ενεργητική μετοχή reverting

revert (en)

  1. επαναφέρω
  2. επιστρέφω, επανέρχομαι
  3. (πληροφορική) επαναφέρω λογισμικό ή γενικότερα δεδομένα σε προηγούμενη κατάσταση
     συνώνυμα: downgrade

Συγγενικά επεξεργασία