revert
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
revert | reverts |
revert (en)
- (πληροφορική) η επαναφορά λογισμικού ή γενικότερα δεδομένων σε προηγούμενη κατάσταση
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | revert |
γ΄ ενικό ενεστώτα | reverts |
αόριστος | reverted |
παθητική μετοχή | reverted |
ενεργητική μετοχή | reverting |
revert (en)
- επαναφέρω
- επιστρέφω, επανέρχομαι
- (πληροφορική) επαναφέρω λογισμικό ή γενικότερα δεδομένα σε προηγούμενη κατάσταση