reveal
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
reveal | reveals |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
reveal (en)
- η εξωτερική πλευρά ενός παράθυρου ή η κάσα πόρτας, το πλαίσιο
- η αποκάλυψη, το φανέρωμα, το ξεσκέπασμα
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | reveal |
γ΄ ενικό ενεστώτα | reveals |
αόριστος | revealed |
παθητική μετοχή | revealed |
ενεργητική μετοχή | revealing |
reveal (en)
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- reveal - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
- reveal - Cambridge Dictionary online
- reveal - lexico.com. Συνεργασία των Dictionary.com & Oxford University Press, μονόγλωσσο αγγλικό λεξικό © 2019-2022