resign
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | resign |
γ΄ ενικό ενεστώτα | resigns |
αόριστος | resigned |
παθητική μετοχή | resigned |
ενεργητική μετοχή | resigning |
Ρήμα επεξεργασία
resign (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) παραιτούμαι
- ↪ He preferred to resign rather than give in to their blackmail.
- Προτίμησε να παραιτηθεί παρά να ενδώσει στους εκβιασμούς τους.
- ↪ He preferred to resign rather than give in to their blackmail.