Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας resent
γ΄ ενικό ενεστώτα resents
αόριστος resented
παθητική μετοχή resented
ενεργητική μετοχή resenting

  Ρήμα επεξεργασία

resent (en)

  • αγαναχτώ, δυσανασχετώ
    He didn’t want the ball and resented your instructions.
    (αυτός) Δεν ήθελε την μπάλα και δυσανασχετούσε στις οδηγίες σου.