res
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- res < πρωτοϊταλική *reis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *reh₁ís
Ουσιαστικό επεξεργασία
res (la) θηλυκό
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rēs | rēs |
γενική | reī | rērum |
δοτική | reī | rēbus |
αιτιατική | rem | rēs |
κλητική | rēs | rēs |
αφαιρετική | rē | rēbus |