requiem
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- requiem < λατινική requiem[1], αιτιατική τού requies < re- + quies < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷieh₁-ti- (ανάπαυση, ησυχία)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
requiem (en)
- (θρησκεία) λειτουργία (ιδίως καθολική) προς τιμήν ή προς μνήμη ενός νεκρού
- (μουσική) μουσική σύνθεση για μια τέτοια λειτουργία
- (μουσική) μουσική σύνθεση προς τιμήν ενός νεκρού
Σημειώσεις επεξεργασία
- ↑ Από την πρώτη λέξη μιας παραδοσιακής νεκρώσιμης ακολουθίας, που αρχίζει με τις λέξεις: Requiem aeternam dona eis, Domine, et lux perpetua luceat eis. (Ησυχία αιώνια δώσ’ τους, Κύριε, κι ας τους φωτίζει αιώνιο φως.
Λατινικά (la) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
requiem (la)