Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

remplissage < remplir

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
remplissage remplissages

remplissage (fr) αρσενικό

  1. το γέμισμα, η πληρότητα, η πλήρωση
  2. το παραγέμισμα ενός κειμένου με άχρηστα στοιχεία