Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɹiːt͡ʃ/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
reach reaches

reach (en)

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας reach
γ΄ ενικό ενεστώτα reaches
αόριστος reached
παθητική μετοχή reached
ενεργητική μετοχή reaching

reach (en)

  1. (μεταβατικό) φτάνω στο μέρος που ταξιδεύω
    After two hours they reached a river.
    Ύστερα από δυο ώρες έφτασαν σ' ένα ποτάμι.
  2. (μεταβατικό) φτάνω σε, τραβώ την προσοχή κάποιου
    Your letter reached me yesterday.
    Το γράμμα σας έφτασε στα χέρια μου χτες.
  3. (μεταβατικό) φτάνω σε, ανέρχομαι σε, αυξάνω σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο, ταχύτητα κτλ. σε μια χρονική περίοδο
    His debts reached a thousand euros.
    Τα χρέη του φτάνουν τα χίλια ευρώ.
    His income reaches five figures.
    Το εισόδημά του φτάνει σε πενταψήφιο αριθμό.
    The visitors to the fair reached 50,000 in total.
    Οι επισκέπτες της έκθεσης ανήλθαν συνολικά σε 50.000.
  4. (μεταβατικό) φτάνω σε ένα συγκεκριμένο σημείο ή στάδιο κάτι μετά από ένα χρονικό διάστημα
    We reached page 40.
    Φτάσαμε στη σελίδα 40.
    When I reach fifty…
    Όταν φτάσω τα πενήντα…
  5. (μεταβατικό) φτάνω, πετυχαίνω έναν συγκεκριμένο στόχο
    He had a very hard time but, in the end, he reached where he wanted.
    Δυσκολεύτηκε πολύ, μα στο τέλος έφτασε εκεί που ήθελε.
    We reached a compromise.
    Φτάσαμε σε συμβιβασμό.
    This goal is not reached easily.
    Αυτός ο στόχος δε φτάνεται εύκολα.
  6. (μεταβατικό και αμετάβατο) απλώνω, προτείνω, απλώνω το χέρι μου προς κάτι για να το αγγίξω, να το σηκώσω κτλ.
    He reached out his hand to grab the book.
    Άπλωσε το χέρι του να πιάσει το βιβλίο.
    He reached across to get his pistol.
    Άπλωσε να πάρει το πιστόλι του.
    He reached out his hand to greet me.
    Πρότεινε το χέρι του για να με χαιρετήσει.
     συνώνυμα:  extend, stretch και hold out
  7. (μεταβατικό και αμετάβατο) φτάνω, πιάνω, μπορώ να απλώσω το χέρι μου αρκετά για να αγγίξω κάτι, να σηκώσω κάτι κτλ.
    I can’t reach it, it’s too high.
    Δεν μπορώ να το φτάσω, είναι πολύ ψηλά.
    Can you reach the dictionary on the top shelf?
    Μπορείς να πιάσεις το λεξικό στο πάνω ράφι;
  8. (μεταβατικό) φτάνω, πιάνω, απλώνω το χέρι μου για να πάρω κάτι για κάποιον
    Can you reach that book for me?
    Μπορείς να μου φτάσεις αυτό το βιβλίο;
    I will reach it for you.
    Θα σου το πιάσω.
  9. (μεταβατικό και αμετάβατο) φτάνω, είναι αρκετά μεγάλο για να φτάσει σε ένα συγκεκριμένο σημείο
    The park reaches as far as the river.
    Το πάρκο φτάνει ως το ποτάμι.
    His voice didn’t reach the back of the hall.
    Η φωνή του δεν έφτασε στο πίσω μέρος της αίθουσας.
    Her hair reached her lower back.
    Τα μαλλιά της έφταναν ως τη μέση της.
  10. (μεταβατικό) έρχομαι σε επαφή με κάποιον, επικοινωνώ με κάποιον, ειδικά μέσω τηλεφώνου
    How can I reach him?
    Πώς μπορώ να ελθώ σ' επαφή μαζί του;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη reach out

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία