Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

  1. κορακίστικα, παιδικό λογοπαίγνιο με προσθήκη συγκεκριμένων συλλαβών ανάμεσα στις υπάρχουσες
  2. ακαταλαβίστικα, κραυγές χωρίς νόημα, λεκτικές αρλούμπες