rapprochement
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
- (μη μετρήσιμο, μόνο στον ενικό) η προσέγγιση
- ↪ It resulted in a rapprochement in the views of the two sides.
- Επήλθε προσέγγιση στις απόψεις των δύο πλευρών.
- ↪ It resulted in a rapprochement in the views of the two sides.
Πηγές επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
rapprochement (fr) αρσενικό