Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
rail rails

rail (en)

  1. (μέσο μεταφορών) ο σιδηρόδρομος
     συνώνυμα: railroad, railway
  2. η σιδηροτροχιά
     συνώνυμα: railroad track, railway track, train track, track

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας rail
γ΄ ενικό ενεστώτα rails
αόριστος railed
παθητική μετοχή railed
ενεργητική μετοχή railing

rail (en)

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

rail < (άμεσο δάνειο) αγγλική rail

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
rail rails

rail (fr) αρσενικό

Σύνθετα επεξεργασία