Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

radiateur < radiation

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
radiateur radiateurs

radiateur (fr) αρσενικό

  1. το καλοριφέρ, θερμαντικό σώμα
  2. η ψύκτρα

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη rai